- ἀραιῶ
- ἀραιόςthinmasc/neut gen sg (doric aeolic)ἀραιόωmake porouspres subj act 1st sgἀραιόωmake porouspres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀραιῷ — ἀραιός thin masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραίῳ — ἀραί̱ῳ , ἀραῖος prayed to masc/neut dat sg ἀραί̱ῳ , ἀραῖος prayed to masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιῶι — ἀραιῷ , ἀραιός thin masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραιώνω — (AM ἀραιῶ, όω) κάνω κάτι αραιό, χαλαρό, πορώδες νεοελλ. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) μεγαλώνω τα κενά διαστήματα μεταξύ τους 2. ελαττώνω τη συχνότητα πράξεων ή συνηθειών 3. γίνομαι αραιός ή πιο αραιός απ όσο ήμουν, γίνομαι λιγότερο συχνός… … Dictionary of Greek
υπαραιώ — όω, Α εσφ. γρφ. αντί ὑπολαλῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀραιῶ (< ἀραιός)] … Dictionary of Greek